επικρατώ

επικρατώ
(ε) 1. αμετ.
1) господствовать, преобладать; существовать, быть распространённым;

επικρατεί η γνώμη (η ιδέα) ότι... — существует мнение, что...;

επικρατει η συνήθεια να... — существует обычай...;

2) одерживать победу, брать верх;
иметь перевес; 3) перен. царить;

επικρατεί τάξις και ησυχία — царит порядок и спокойствие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επικρατώ" в других словарях:

  • επικρατώ — επικρατώ, επικράτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • επικρατώ — επικράτησα, αμτβ. και μτβ. 1. επιβάλλομαι με τη δύναμή μου, υπερισχύω, νικώ: Στη μάχη επικράτησε ο ελληνικός στρατός. 2. είμαι πολύ διαδομένος, έχω καθιερωθεί, είμαι περισσότερο σε χρήση, είμαι πιο συνηθισμένος από κάθε άλλο: Στην Ελλάδα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικρατῶ — ἐπικρατέω rule over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικρατέω rule over pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπικρατέω rule over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικρατέω rule over pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • συνεπικρατώ — έω, Α [ἐπικρατῶ] επικρατώ, κυριαρχώ μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • αντεπικρατώ — ἀντεπικρατῶ ( έω) (Α) επικρατώ έναντι κάποιου ο οποίος προσπαθεί να επικρατήσει …   Dictionary of Greek

  • αριστεύω — (AM ἀριστεύω) [άριστος] είμαι ο άριστος, πρωτεύω, επικρατώ σε κάτι σε σύγκριση με τους άλλους («αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων») νεοελλ. παίρνω τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις …   Dictionary of Greek

  • βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»